Μόνο που το ξεχνάμε
Να ζούμε το τώρα με ότι έχουμε
Νιώθω ατελείωτη θλίψη
Ένας λόγος που ακόμη υπάρχω στον κόσμο που σε γνώρισα είναι επειδή δεν θέλω να πεθάνει μαζί μου αυτό που νιώθω για σένα και χαθείς και εσύ....
Ήταν άνοιξη θυμάμαι που σε γνώρισα
Πήρα χρώματα χαμένα σε ζωγράφισα
Τ' ασημένιο το φεγγάρι μπλε τησ θάλασσασ
Πράσινο τησ παραζάλησ μωβ τησ μοναξιάσ
Μπερδεμένο κουβαράκι σε ξεμπέρδεψα
Κι έγιν' η κλωστή ποτάμι και ταξίδεψα
Φωσ εκεί που δε θυμάσαι δε φαντάζεσαι
Φωσ στην άκρη τησ αβύσσου που βυθίζεσαι
Έριξα χρυσό διχτάκι και σε ψάρεψα
Σε μια λίμνη φιλντισένια σε ξανάριξα
Τίποτα δε σου ζητάω και δε μου χρωστάς
Μόνο να 'μαι εγώ η λίμνη για να κολυμπάς
Τίποτα δε σου ζητάω και δε μου χρωστάς
Μόνο να 'μαι εγώ η λίμνη για να
Ότι έχω υπάρξει αφόρητα ηλίθια και αδιανόητα γελοία
Εντελώς γίδι συνοπτικά 🤣🤣🤣
Αφού με άντεξα νομίζω ότι θα τα καταφέρω
Ούτε και η βλακεία του έρωτα...
αλλά το ερώτημα είναι
Ερωτευμένος και ηλίθιος
Ή
Έξυπνος και νεκρός;
Και όσο το διαβάζω γελάω και κλαίω μαζί
Γιατί πραγματικά είναι οι σκέψεις μου προηγούμενων χρόνων αποτυπωμένες από κάποιον άγνωστο
Ίσως με κάποιο τρόπο όλοι έχουμε βρεθεί στην ίδια θέση
.. Προφανώς δεν έχει καµιά σηµασία αν το «άξιζε» ή όχι. Και το γεγονός ότι όλα αυτά αρχίζουν να µου είναι τόσο ξένα, θαρρείς και αφορούσαν µια άλλη γυναίκα, δεν αλλάζει σε τίποτα τη µία και µόνη αλήθεια: χάρη σε κείνον πλησίασα το σύνορο που µε χωρίζει απ’ τον άλλον, σε σηµείο που κάποιες φορές νόµισα πως το διάβηκα.
Μετρούσα τον χρόνο αλλιώς, µε όλο µου το κορµί.
Ανακάλυψα αυτό για το οποίο είµαστε ικανοί, δηλαδή για τα πάντα:
θεσπέσιους ή θανάσιµους πόθους, απουσία αξιοπρέπειας, πεποιθήσεις και συµπεριφορές τις οποίες έβρισκα παράδοξες στους άλλους µέχρις ότου κι εγώ η ίδια τις ασπάστηκα. Εν αγνοία του, µ’ έφερε πιο κοντά στον κόσµο
Annie Ernaux
Πάθος
Να φοβάστε την τρυφερότητα.
Είναι επικίνδυνη —
ας μην έχει νύχια,
ας λούζει κάθε λέξη της γαλάζιο φως,
μην ξεγελιέστε· παίρνει αλλού εκδίκηση.
Δεσμεύει.
Υποτάσσει.
Ρίχνει δίχτυα
απ' όπου δύσκολα θα βγεις.
Προτιμώ τις ύαινες τού δρόμου
που σού ζητούν ωμά μια χαρτζιλίκι,
μια που μένεις, μια να τους βρεις γυναίκα,
ενώ η τρυφερότητα κωφάλαλη σέ πλησιάζει,
προσφέρει καρέκλα, νεσκαφέ,
σού δίνει το σκισμένο της πουλόβερ να φορέσεις,
χώνεται κάτω απ' την κουβέρτα σου,
λάμπουνε τα μογγολικά της μάτια μες στον ύπνο σου,
διεκδικεί το πρωί την καλημέρα της σεμνά,
σχεδόν ύπουλα,
σε άλλη γλώσσα από ‘κείνη που ‘μαθες,
με παύσεις πολλές, χρώματα αλλόκοτα.
Επικίνδυνη. Είσαι έξω απ' τα νερά σου.
Δεν ξέρεις τι θα βγει, που θα οδηγήσει.
Γι' αυτό και πρέπει να την αποφεύγετε
εκεί που ανθίζει άφθονη:
στους μεθυσμένους νέγρους,
σ' όσους περάσαν τα πενήντα,
στους ξεμοναχιασμένους των λιμανιών,
σε καφενεία ανέργων.
Εμπιστευθείτε την ασφάλεια της ωμής συναλλαγής.
Ανδρέας Αγγελάκης, Μεταφυσική της μιας νύχτας