Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ



Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω

στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.

Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.
(Κική Δημουλά)
 
Για εσένα...που καθημερινά αντικρύζεις την αγαπημένη μου....
λυπάμαι τόσο πολύ  ....συγνώμη

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

αν........

Αν Ο Θεός κάνει θαύματα...
έκανε ένα, που σε γνώρισα...
Αν Ο Θεός κάνει λάθη...
έκανε ένα, που είσαι μακρυά μου.......
Αχ! Μωρέ και νά΄ξερες πόσο στ΄αλήθεια μου λείπεις........❤


καλό μήνα αγγελέ μου........μακάρι να μην σου λείπω και να είσαι ευτυχισμένος..........

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Αγάπη είναι........

-Σε αγαπώ
-Κι εγώ
-Μα ήρθε ο χειμώνας και θα χαθώ
-Δε θα σε αφήσω
-Δεν μπορείς
-Μπορώ. Είμαι το σύννεφο....εγώ θα σε ποτίζω κάθε μέρα. Θα σε προσέχω
-Δε θα αντέξω το κρύο .
-Σε παρακαλώ, μην κλαις.
-Είμαι στη γη...κι εσύ στον ουρανό
-Η αγάπη δεν έχει όρια
-Μα είσαι τόσο μακριά
-Γι αυτό σε αγαπώ πιο πολύ...είσαι το λουλούδι μου.
-Υπόσχομαι να ξαναγυρίσω
- Δε θα σε αφήσω να μαραθείς.
-Δεν μπορείς...αέρας παγωμένος θα φυσήξει και δε θα αντέξω.
-Θα παλέψω μαζί του
-Μα είναι φίλος μου...
-Θα παλέψω και με τον αγέρα και με το κρύο και με ό,τι σε τρομάζει...δε θα σ αφήσω
Φούσκωσε το πνευμόνια του ο αγέρας...πέταξε το πέταλο ψηλά...το έκλεισε στην αγκαλιά του το σύννεφο.
Πέρασαν οι μήνες.
Ήρθε η Άνοιξη .
Και το λουλούδι άρχισε ξανά να μεγαλώνει και να γεμίζει με λαχτάρα και χρώματα τη καρδιά του σύννεφου που τόσο καιρό το περίμενε...Κι εκείνο το κοιτούσε και το πότιζε κάθε μέρα με τα δάκρυά του. Ήθελε τόσο να το αγκαλιάσει. Λυπήθηκε ο αγέρας το σύννεφο και φύσηξε δυνατά να στείλει ψηλά το λουλούδι στην αγκαλιά που ανήκε
-Θα πεθάνω χωρίς χώμα
-Θα γίνω εγώ το χώμα σου
-Μπορείς;
-Βαμβάκι θα γίνω να ριζώσεις
-Μπορείς;
- Ναι. Η αγάπη μπορεί.
Ρίζωσε το λουλούδι στο σύννεφο και δεν ξαναχώρισαν ποτέ.
Γη και ουρανός ένα..
Αγάπη τους ένωσε
-Κρυώνω
-Σε παρακαλώ....άντεξε!
-Συγνώμη...
-Πάρε τις στάλες μου και πιες ...πιες
-Κρυώνω τόσο πολύ...
-Μη....
-Ένα πέταλο...Φύσηξε φίλε μου αγέρα να το στείλεις ψηλά. Φύσηξε να φτάσει το δικό μου σύννεφο, φυλαχτό να το κρατήσει.
-ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ, ΕΙΣΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ...
-Υπόσχομαι ....θα γυρίσω ...

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

TI EINAI ΠΑΛΙ ΑΥΤΟ????????

Όλα πάνε στραβά, απο το πρωί τα ακούω χωρίς να έχω κάνει τίποτα

αλλά ΧΑΜΟΓΕΛΑΩ.......

Υποπτο σύμπτωμα αυτό.......
ή που είμαι άρρωστη ή που έχω σαλέψει εντελώς......
.....
ή μπας και είναι αναλαμπή?/.
κάτι σαν το κύκνιο άσμα????????

Αδιάφορο μου είναι ειλικρινά ότι και αν είναι όσο και αν κρατήσει ακόμα και αν τα επόμενα 5 λεπτά πέσω πάλι στο πάτωμα κλαίγοντας από πόνο.....

ΧΑΜΟΓΕΛΑΩ χωρίς λόγο και νιώθω καλά μετἀ από πολύυυυυυυυυυ καιρό.

Ένα χαμόγελο στον τοίχο κολλημένο
θα 'θελα μέσα μου να το 'χα, να μου μοιάζει
πάνω στα χείλη μου να το 'χα φορεμένο
μέσα στα μάτια μου σαν ήλιος να χαράζει.


Εσείς μου λέτε το πολύ διάβασμα κάνει κακό μα........

Ένας πολύ πιστός άνθρωπος ένοιωθε πως ήταν πολύ κοντά στο να λάβει τη φώτιση για το πως να συνεχίσει τον δρόμο του. Κάθε νύχτα, πριν πέσει να κοιμηθεί, παρακαλούσε το Θεό να του στείλει ένα σημάδι για το πως θα έπρεπε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του. Πέρασε έτσι δυο-τρεις εβδομάδες σε μια κατάσταση σχεδόν μυστικιστική, περιμένοντας να λάβει ένα θεϊκό σημάδι.

Ώσπου μια μέρα, περνώντας μέσα από το δάσος, βλέπει ένα ελαφάκι ξαπλωμένο στο έδαφος, πληγωμένο, με το ένα πόδι μισοσπασμένο. Μένει να το κοιτάζει και ξαφνικά…εμφανίζεται ένα πούμα. Στη θέα του αισθάνεται να παγώνει. το πούμα, εκμεταλλευόμενο την κατάσταση, είναι έτοιμο να κατασπαράξει το ελαφάκι. Άφωνος και παράλυτος από φόβο, μένει να κοιτάζει τη σκηνή, τρέμοντας στην ιδέα ότι το πούμα δεν θα ικανοποιηθεί μόνο με το ελαφάκι αλλά μετά θα επιτεθεί και στον ίδιο. Ξαφνικά, βλέπει το πούμα να πλησιάζει το ελαφάκι. Και τότε, συμβαίνει κάτι ανέλπιστο: αντί να το κατασπαράξει, το πούμα αρχίζει να του γλείφει τις πληγές.

Μετά φεύγει και γυρίζει με μερικά βρεγμένα κλαδιά που τα σπρώχνει με το πόδι του κοντά στο ελαφάκι για να μπορέσει εκείνο, όπως είναι ξαπλωμένο, να πιεί λίγο νερό. Κατόπιν, πάει και φέρνει λίγη υγρή χλόη και τη σπρώχνει κι αυτήν κοντά στο ελαφάκι για να φάει. Απίστευτο!!!

Την άλλη μέρα, ο άντρας επιστρέφει σ΄εκείνο το μέρος και βλέπει το ελαφάκι να είναι ακόμα ξαπλωμένο εκεί, και το πούμα να έρχεται ξανά για να το ταϊσει, να του γλείψει τις πληγές και να του δώσει να πιεί. Τότε, σκέφτεται ο άντρας: “Αυτό είναι το σημάδι που έψαχνα, είναι προφανές. Ο Θεός σου προμηθεύει αυτό που έχεις ανάγκη. Το μόνο που δεν πρέπει να κάνεις εσύ είναι να αγχώνεσαι και να τρέχεις απελπισμένος πίσω από τα πράγματα”. Παίρνει λοιπόν το μπογαλάκι του, κάθεται στην πόρτα του σπιτιού του και περιμένει να του φέρει κάποιος να φάει και να πιεί. Περνάνε δυό ώρες, περνάνε τρεις, έξι ώρες, μια μέρα, δυό μέρες, τρεις μέρες…κανένας όμως δεν του δίνει τίποτε. Όσοι περνάνε από μπροστά του τον κοιτάνε, κι αυτός παίρνει ύφος κακομοίρη, μιμούμενος το τραυματισμένο ελαφάκι. Παρ΄όλα αυτά, όμως, δεν του δίνουν τίποτα. Ώσπου μια μέρα περνάει κάποιος πολύ σοφός που ζούσε στο χωριό, κι ο καημένος άνθρωπος, που τώρα πια αισθάνεται μεγάλη αγωνία, του λέει:

“Ο Θεός με ξεγέλασε. Μου έστειλε ένα λάθος σημάδι για να με κάνει να πιστέψω ότι τα πράγματα ήταν με τον άλφα τρόπο ενώ ήταν με τον βήτα. γιατί μου το ΄κανε αυτό; Εγώ είμαι ένας άνθρωπος πιστός…”

Και του διηγείται τι είδε στο δάσος….

Ο σοφός τον ακούει και ύστερα του λέει:

“Θέλω να ξέρεις κάτι. Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος πολύ πιστός. Ο Θεός δεν στέλνει σημάδια χωρίς λόγο, ο Θεός σου έστειλε αυτό το σημάδι για να μάθεις.”

Τον ρωτάει τότε ο άντρας:
“Γιατί με εγκατέλειψε;”

Και ο σοφός του απαντάει:

“Τι κάνεις εδώ εσύ, που είσαι ένα πούμα έξυπνο και δυνατό, ικανό να παλεύεις; Κάθεσαι και παριστάνεις το ελαφάκι; Η θέση σου είναι να ψάξεις να βρεις ένα ελαφάκι να βοηθήσεις. Να βρεις κάποιον που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του, με τα δικά του μέσα….”

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ Ο Δρόμος της Συνάντησης Φύλλα Πορείας ΙΙ