Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Σε πεθύμησα..........

Για ακόμη μία φορά βρίσκεσαι μόνη σου με τον υπολογιστή μέσα σε ένα δωμάτιο. Είσαι αποφασισμένη να μιλήσεις, να εξηγήσεις τι νιώθεις, να εξηγήσεις γιατί εξαφανίστηκες. Όχι στους άλλους, σε σένα θέλεις να μιλήσεις. Εσύ θέλεις να καταλάβεις! Ψάχνεις πάλι να νιώσεις μα φοβάσαι. Φοβάσαι τις σκέψεις που θα πάρουν σάρκα και θα εμφανιστούν μπροστά σου. Τι έγινε; Δε συμφωνείς; Ανατριχιάζεις! Σε βλέπω! Τα μάτια σου βούρκωσαν πάλι! Μην το κρύβεις! Αντιμετώπισε το!

Κρύβεσαι εδώ και μήνες! Κρύβεσαι από όλους τους άλλους, αλλά κυρίως από τον ίδιο σου τον εαυτό. Σε καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω την ανάγκη σου να πάψεις να μιλάς, να πάψεις να δίνεις εξηγήσεις, να κάνεις ό, τι γουστάρεις. Τα καταλαβαίνω όλα αυτά και δε σε κατηγορώ. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί σταμάτησες να γράφεις! Τόσο πολύ φοβάσαι τον εαυτό σου;

Μίλησε μου. Είμαι εδώ για να σε ακούσω.

Θυμάμαι τότε στα δεκαοχτώ σου τίποτα δεν μπορούσε να σε σταματήσει. Ένιωθες πως είχες όλη τη ζωή μπροστά σου. Φόρτωσες το βαλιτσάκι σου με όνειρα, πήρες και κάνα δυο πουλόβερ για τις κρύες νύχτες και ξεκίνησες να βρεις την Ιθάκη σου. Χαθήκαμε τότε. Το ρίξαμε στην απόσταση. Δε με πείραζε. Σε φανταζόμουν αραχτή σε καμιά παραλία και ευτυχισμένη.

Σε συνάντησα ύστερα από χρόνια. Ακόμη κρατούσες εκείνο το βαλιτσάκι με εκείνα τα πουλόβερ. Είχαν τρυπήσει λίγο, μα έδειχνες να μη σε πειράζει. «Δεν τη βρήκα!», μου είπες. «΄Εψαξα μα δεν τη βρήκα πουθενά.»

Σε πλησίασα και προσπάθησα να σε αγκαλιάσω μα με απέφυγες. « Άλλαξα», μου είπες. «Δεν είμαι αυτή που θυμάσαι».

Άρχισα να σε ρωτάω για τη ζωή σου. Για τα χρόνια που πέρασαν. Για όλα όσα έχασα και που θα ήθελα τόσο να μου διηγηθείς. Σου είπα κιόλας πως σε φανταζόμουν σε κάποια παραλία ευτυχισμένη. Άρχισες να γελάς. Το γέλιο σου με τρόμαζε, σου ζήτησα να σταματήσεις μα δεν το έκανες. Μου είπες πως δεν υπάρχει Ιθάκη. Δεν υπήρξε ποτέ. Μόνο τα πουλόβερ ήταν αληθινά.

Ξεκίνησες να μιλάς και δε σταμάτησες. Έβλεπα τα μάτια σου να γεμίζουν δάκρυα μα δεν τόλμησα να σε αγγίξω. Μου μίλησες για το ταξίδι σου. Για τα εμπόδια που συνάντησες. Μου είπες πως ήσουν αποφασισμένη να μην το βάλεις κάτω. Μα όσο εμείς κάνουμε σχέδια για τη ζωή, η ζωή έχει άλλα σχέδια για μας. Μου μίλησες για όλες εκείνες τις φορές που έπεσες μα κατάφερες να ξανασηκωθείς. Όσο υπάρχει η ελπίδα να γεμίζει την ψυχούλα σου, πάντα θα έχεις τη δύναμη να σηκωθείς.

«Όμως τι σχέση έχει η ελπίδα με το τεράστιο κενό που κρύβουν σήμερα τα μάτια σου;», σε ρώτησα.
Άρχισες πάλι να γελάς με εκείνο το γέλιο που από την αρχή μίσησα! «Πιστεύεις πως επειδή λένε πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, δεν πεθαίνει και ποτέ;», μου απάντησες.

Μου μίλησες για τις στιγμές που γονάτισες. Για την ημέρα που ξύπνησες και ένιωσες πως δεν υπάρχει πια κάτι για να περιμένεις. Για το πρωινό εκείνο που κοίταξες τον ήλιο και δε χαμογέλασες.«Φοβάμαι!», μου είπες. «Φοβάμαι για αυτό που έγινα! Φοβάμαι για τα όνειρα που χάθηκαν. Φοβάμαι να ζήσω.! »

Έκλαιγες. Ήθελα να σε πάρω στην αγκαλιά μου. Τόσο ευάλωτη! Δε θα σε άφηνα ποτέ ξανά μόνη. Έσκυψα να σου σκουπίσω τα δάκρυα. Όμως δεν ήταν δικά σου τα δάκρυα αυτά που σκούπιζα. Δικά μου ήταν. Δεν ήταν η δική σου φωνή αυτή που άκουγα, αλλά η δική μου. Θαμμένη βαθιά μέσα μου έκανε την επανάσταση της πλέον. Εγώ ήμουν αυτή που φοβόμουν. Εγώ ήμουν αυτή που τα παράτησα. Τα δικά μου όνειρα εγκατέλειψα. Εγώ ήμουν αυτή που φοβόμουν τη ζωή και το θάνατο.

Δύσκολο να μη φοβάσαι σε τέτοιες εποχές. Δύσκολο να είσαι δυνατός. Είναι δύσκολο να πεινάς και να ψάχνεις τα σκουπίδια. Είναι δύσκολα να είσαι άρρωστος. Είναι δύσκολο να είσαι μόνος. Κάπως έτσι έρχεται η κατάθλιψη και σου χτυπάει την πόρτα. Το θέμα είναι αν θα της ανοίξεις;


Αν κοιτάξεις λίγο γύρω σου θα δεις πως δεν είσαι μόνος. Υπάρχει πολύς κόσμος σαν κι εσένα ή και σε πολύ χειρότερη κατάσταση από σένα. Οφείλεις να είσαι δυνατός για όλους εκείνους που πονούν περισσότερο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου