Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.
. . .
Με κατάνυξη
Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.
. . .
Η Θάλασσα
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
. . .
ἔχτισα τὸν παράδεισό μου
μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς κόλασής σου