Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Αμνησία....

Έχω πιάσει τον εαυτό μου να ζηλεύει τους ανθρώπους που έχουν αμνησία ή Αλτσχάιμερ. Φαίνονται τόσο ήρεμοι… Γαλήνιοι… Και αναρωτήθηκα γιατί. Γιατί απ’ όλους τους ανθρώπους του κόσμου εγώ να ζηλεύω αυτούς; 
Ύπουλο πράγμα η νοσταλγία. Σε κρατάει αιχμάλωτο σε μια πραγματικότητα που δε σου ανήκει πια. Ανήκει σε αυτό που ήσουν τότε, κάποτε, όχι σε αυτό που είσαι τώρα. Και αν ένα πράγμα έμαθα είναι ότι το κάποτε δε γυρίζει, δε το αγγίζεις. Μπορείς να φτιάξεις όσες κάλπικες παραστάσεις θές, νοητές και ουτοπικές απάτες για να ξαναζήσεις αυτό που νόμιζες ότι είχε χαθεί, να γλύψεις τις ανοιχτές πληγές που σου άφησε ο χρόνος, να παρηγορήσεις τον ανολοκλήρωτο εαυτό σου… Να ονειρευτείς όλα τα “Τολμώ” που υποσχέθηκες στον εαυτό σου να μη μείνουν “Τι θα γινόταν αν…;”, όλα τα “Μπορώ” που χρωστούσες στον εαυτό σου να μη γίνουν “Έπρεπε να το ‘χα κάνει”. Όλα τα “Αγαπώ” που ξέχασες ή αρνήθηκες να πεις και κατέληξαν απρόσωπα “Χάρηκα για τη γνωριμία”.
Όταν όμως έρθει η ώρα να πέσει η αυλαία, ένα πράγμα ξέρεις καλά… Όταν πέσουν οι μάσκες, ξέρεις. Προχωράς...τάχα μου, δήθεν.
Τι? Εύχεσαι να μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω? Για να μπορέσεις να τα ξαναζήσεις ή να τα αλλάξεις? Και μετά τι? Πάλι στο σκοτάδι; Λένε ότι τα χειρότερα απωθημένα δεν είναι αυτά που δεν άγγιξες ποτέ αλλά αυτά που πήρες μια μικρή μόνο γεύση. Αυτό ίσως είναι οι αναμνήσεις: απωθημένα μασκαρεμένα με μια ρομαντική ταμπέλα. Τη στιγμή που ζείς κάτι που σου “σφραγίζει” τη ζωή, παγιδεύεσαι εκεί, μέσα του. Κάθε εικόνα, κάθε ήχος, κάθε μυρωδιά, κάθε άγγιγμα, κάθε συναίσθημα που έζησες και κάνει αυτή τη στιγμή “ανάμνηση” και όχι απλό “γεγονός”, θα σε στοιχειώνουν. Δε θα σε αφήσουν να επιστρέψεις στη ζωή σου την πεζή, την απλή, την καθημερινή. Θα σε ακολουθούν σε κάθε σου βήμα, σε κάθε σου σκέψη να σου θυμίζουν ό, τι πιο όμορφο έζησες και όμως το άφησες να φύγει, το απέρριψες ή το εγκατέλειψες, το έσβησες, το ξέχασες. Είτε γιατί έτσι έπρεπε να γίνει, είτε γιατί έτυχε, είτε γιατί δε μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, είτε γιατί έτσι ήθελες… Έχει σημασία;
Δε προσπαθώ να μιλήσω για την μεταμέλεια. Μη μπερδεύεσαι. Για τη νοσταλγία προσπαθώ να μιλήσω. Για όλα αυτά που μας λείπουν. Γι’ αυτό που τραγουδάνε οι Πυξ Λαξ: “Όσο αγαπάω μένω πίσω, και όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω”. Αυτό προσπαθώ να περιγράψω. Πώς είναι να σου λείπουν πρόσωπα που έφυγαν, πρόσωπα που άλλαξαν, μέρη, καταστάσεις… Να σου λείπει η ζωή σου…
Προχωράς. Αυτή είναι η πραγματικότητά σου πια. Μη με ρωτήσεις πώς. Δεν έχω την απάντηση που θέλεις τόσο απεγνωσμένα να ακούσεις. Φαντάζομαι πως απλά βάζεις το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και δίνεις λίγη δύναμη για να ξεκινήσεις να περπατάς. Φαντάζομαι έτσι “προχωράς”. Δε το ‘χω καταφέρει και γω αυτό…
Είμαι και γω σαν και εσένα…

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Κάτι ώρες...

Γιατί είναι και αυτές οι ώρες που απλά θες να ανοίξεις το ψυγείο να πάρεις μια μπύρα, να βάλεις την playlistνα παίζει και να χωθείς στο κρεβάτι σου και απλά να κοιτάς το ταβάνι. Ποιο το πρόβλημα; Το ότι πίνεις μόνος; Στεναχωριέσαι; Πονάς; Ή το ότι δεν είσαι ικανός να μισήσεις και να θυμώσεις; Πώς να νιώθουν άραγε οι άνθρωποι όταν τους σκεφτόμαστε και πονάμε γι αυτούς; Είναι καλά, όταν κλαίμε;
Μαυρισμένοι ουρανοί, σύννεφα γεμάτα δάκρυα και σπασμένες λέξεις. Τι ακριβώς γίνεται; Ανοίγεις την μπύρα, ρουφάς την πρώτη γουλιά. Την δεύτερη, την τρίτη-δε σε ζαλίζει. «Μονορούφι, μονορούφι» φωνάζει το μυαλό. Μπα! Ούτε αυτό πιάνει. Ανοίγεις και δεύτερη, τρίτη. Στην τέταρτη σταματάς. Κοιτάς γύρω σου. Προσπαθείς να σκεφτείς.
Κακό. Πολύ κακό. Πολλές σκέψεις. Πολλές επιθυμίες και αυτό που έχεις είναι ένα τίποτα. Κάθε στίχος από τα τραγούδια που παίζουν χτυπά μέσα σου… «And I want you in my life, and I need you..» Κουνάς το κεφάλι, βαριανασαίνεις και πίνεις άλλη μια γουλιά. Θες να διαβάσεις μηνύματα, να πάρεις τηλέφωνα αλλά το μόνο που κάνεις είναι να δακρύζεις.
«Που είσαι; Αφού μου έχεις τάξει μια εκδρομή. Γιατί λείπεις;» Τελικά τίποτα δεν μένει. Μονάχα εσύ να περιμένεις στη γραμμή και από γύρω σου να ουρλιάζουν οι σκέψεις. «Σταματήστε! Σταματήστε..» ξεφωνίζεις. Σφαδάζεις από τον πόνο και αυτές σε κοροϊδεύουν, σε περιγελούν και σου μπερδεύουν τη πραγματικότητα, τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις. «Τι στην ευχή θες; Τι πρέπει να διαλέξεις; Ποιος άνθρωπος σε κάνει ευτυχισμένο;» Κουταμάρες! Ανοησίες και λίγα λέμε…πάλι λάθος κάνω...

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Ενα "ακόμα" εἰναι......


Δεν είναι που μου λείπεις....
ούτε που σε αγαπάω ΑΚΟΜΑ....
ένα ΑΚΟΜΑ  είναι αλλά όχι αυτό.....
το ξέρεις.



Τρίτη 27 Αυγούστου 2013


Εγώ σκοτώνω Εσύ σκοτώνεις Αυτός σκοτώνει Αυτή σκοτώνει Εμείς σκοτώνουμε Εσείς σκοτώνετε Αυτοί σκοτώνουν Αυτές σκοτώνουν.







...και οι επιζήσαντες
να σηκώσουν το
χέρι...

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΘΕΛΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ

Θέλω να γίνω διάφανη, ώστε να σε κοιτώ και να μην το ξέρεις, και να με βλέπεις κι εσύ παντού σαν σωματίδιο από φως.
Θέλω να σου φέρω ένα κομμάτι απ’ το φεγγάρι για να δεις πως είναι πέτρα, και να σε δω κι εγώ να χαίρεσαι όπως χαίρεσαι μ’ ό,τι σου χαρίζω, χαϊδεύοντας ως και την πέτρα την ξερή σαν θησαυρό.

Θέλω να πω ξανά και ξανά τ’ όνομά σου, μέχρι να καταλάβω πως είναι και δικό μου, πως ανάμεσά μας δεν υπάρχει κενό, τελεία, απόσταση – μόνο μια λέξη κι ένα πλάσμα με πλεγμένα μέλη και κοινή καρδιά.
Θέλω να δούμε παλιές σειρές μέχρι να γεράσει ο καναπές και να πάρει το σχήμα μας, κι όταν πεθάνουμε να βλέπουν το εντύπωμα των κορμιών μας στις ξεχαρβαλωμένες γκρίζες μαξιλάρες όπως τις περιπτύξεις των εραστών στην Πομπηία πριν γίνουν μνήμη.
Θέλω, κι ας ακούγεται μακάβριο, ν’ ανακατέψουνε την τέφρα μας, να τη διαλύσουν σ’ ένα κουτί με κατακόκκινη μπογιά και να βάψουν με δαύτη τον πρώτο τοίχο που βάψαμε κόκκινο μαζί, κι έμοιαζαν με αίμα οι πιτσιλιές και τα χέρια μας με δολοφόνων. Κι όποιος μπαίνει στο δωμάτιο να μπαίνει στην καρδιά μας.
Θέλω να γίνω ένα απ’ αυτά τα ζούδια που βλέπουμε σε φωτογραφίες στο ίντερνετ και βγάζουμε στριγκλιές από τη γλύκα, κι έτσι μικροσκοπικός να τρυπώσω στην τσέπη σου και να με βγάλεις βόλτα, και με χωμένο το χέρι στην τσέπη να με χαϊδεύεις και να μην το ξέρει κανείς.
Θέλω να γίνω το αγαπημένο σου τραγούδι, που το ακούς χίλιες φορές λούπα τα βράδια και παθιάζεσαι και βουρκώνεις, για να χωθώ μέχρι την πιο βαθιά εσοχή του νου σου και μ’ ένα πανί να σφουγγίσω τα νερά της θλίψης.
Θέλω να κάνω τατουάζ την ημερομηνία της γνωριμίας μας παντού στο σώμα μου, ώσπου να γίνω άνθρωπος-ημέρα, κινητή εορτή του έρωτά μας.
Θέλω να γεράσουμε μαζί πάση θυσία, γιατί είναι αδιανόητος ένας κόσμος χωρίς εσένα μέσα του, θα καταρρεύσει απ’ την οδύνη και είναι κρίμα να χαθούν τόσοι άνθρωποι επειδή δεν σου χαλάλισε η φύση την αθανασία που σου πρέπει.
Θέλω να διαβάσεις αυτές τις αράδες και να τις βρεις κοινότοπες και μελοδραματικές και να βάλεις τα γέλια από ντροπή που πάλι σε εξέθεσα, μα κάτι εντός σου να φτερουγίζει ό,τι κι αν λες.
Θέλω να μυρίζω πάντα το κεφάλι σου, τα μαλλάκια σου, την ευωδιά απ’ το δέρμα σου το καπνισμένο απ’ τα τσιγάρα, και να σε φιλώ εκεί στην κορυφή της κεφαλής σαν παιδάκι μια σταλιά.
Θέλω, αν ξεμωραθώ, να με λυπηθείς, και να μ’ αφήσεις να φύγω οικειοθελώς προτού χάσω κάθε ανάμνηση που σε περιέχει και σε καλημερίζω σαν ξένο κάθε μέρα, γιατί αυτό, αγάπη μου γλυκιά, θα ’ταν χειρότερο κι από χίλιους θανάτους.
Θέλω να ταξιδέψουμε κι άλλο, πολύ, παντού, κι ας είναι μερικές φορές χωρίς να δρασκελίσουμε καν την πόρτα του σπιτιού μας.
Θέλω πολλά και το ξέρω. Μα κακόμαθα μαζι σου και δεν μπορώ πια στα λίγα.
Γι’ αυτό θέλω να γίνω διάφανη. Για να στέκομαι πλάι σου και να κοιτώ τον καθρέφτη και το είδωλό μου να είσαι εσύ.
Κι έπειτα να γίνω μουσική που πάντα θα ιστορεί τον έρωτά μας.
Παραμύθι για ταλαιπωρημένες καρδιές.
Το γλυκό που δε γνωρίζει τι θα πει πίκρα.
Είδες; Ό,τι και να πω σε περιγράφει
. Είσαι η λατρεμένη μου απεραντοσύνη.